ρέμα

ρέμα
τό
1) ре(ч)ка, поток; 2) см. ρεύμα;

§ τον πήρε το ρέμα — а) он разорён; — б) он опустился


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρέμα" в других словарях:

  • ρέμα — ρέμα, το και ρεύμα, το, ατος 1. κίνηση υγρού, αερίου, ηλεκτρικής δύναμης κτλ., ροή: Στοσημείο εκείνο το ρέμα του ποταμιού ήταν δυνατό. 2. κοίτη χειμάρρου: Πάνω από το ρέμα είχαν κάνει μια πρόχειρη γέφυρα με κορμούς δέντρων. 3. μτφ., ομαδική τάση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρέμα — το, Ν 1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου 2. χαράδρα, ρεματιά 3. φρ. α) «τον πήρε το ρέμα» καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά β) «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα* (πρβλ. πνέμα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρέμα Πύργου — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδιάς. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κανδήλας …   Dictionary of Greek

  • Πύργου Ρέμα — Οικισμός (υψόμ. 730 μ.). Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κανδήλας της πρώην επαρχίας Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek

  • Agrafiotikos — Vorlage:Infobox Fluss/DGWK fehltKoordinaten fehlen! Hilf mit.Vorlage:Infobox Fluss/MÜNDUNGSHÖHE fehltVorlage:Infobox Fluss/HÖHENUNTERSCHIED fehltVorlage:Infobox Fluss/FLUSSSYSTEM fehltVorlage:Infobox Fluss/EINZUGSGEBIET fehltVorlage:Infobox… …   Deutsch Wikipedia

  • Agrafiotis — (Αγραφιώτης) Manoli Brücke bei Niedrigwasser des Agrafiotis und Kremasta SeesVorlage:Infobox Fluss/KARTE fehlt …   Deutsch Wikipedia

  • GR-EO20 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 20 (Ethiniki Odos 20) Länge: ca. 150 km   …   Deutsch Wikipedia

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • Ημαθίας, νομός — Νομός (1.699 τ. χλμ., 143.618 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στο δυτικό τμήμα της κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τον νομό Πέλλης, στα Α με τον νομό Θεσσαλονίκης, στα ΝΑ και Ν με τον νομό Πιερίας, στα ΝΔ και Δ με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …   Dictionary of Greek

  • рема — поемный кустарник и лес в речной долине , оренб. (Даль). Неотделимо от урема (см.). Не связано с цслав. рема течение (XVII в.), вопреки Торбьёрнссону (1, 10), потому что последнее слово заимств. из ср. греч. ῥέμα, греч. ῥεῦμα течение ; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»